- εξαπλάσιος
- -α, -ο (Α ἑξαπλάσιος, -ία, -ον και ιων. τ. έξαπλήσιος, -ίη, -ον)αυτός που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότεροςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαπλάσιονποσότητα εξαπλάσια («ἑξαπλάσιον κηροῡ», Ορειβασ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξαπλάσιος — six times as large as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπλάσιος — α, ο επίρρ. α ο μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον έξι φορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξαπλασίων — ἑξαπλάσιος six times as large as fem gen pl ἑξαπλάσιος six times as large as masc/neut gen pl ἑξαπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλάσιον — ἑξαπλάσιος six times as large as masc acc sg ἑξαπλάσιος six times as large as neut nom/voc/acc sg ἑξαπλασίων masc/fem voc sg ἑξαπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλήσιον — ἑξαπλάσιος six times as large as masc acc sg (ionic) ἑξαπλάσιος six times as large as neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασίοις — ἑξαπλάσιος six times as large as masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασίου — ἑξαπλάσιος six times as large as masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασίους — ἑξαπλάσιος six times as large as masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλάσια — ἑξαπλάσιος six times as large as neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλάσιοι — ἑξαπλάσιος six times as large as masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)